σταγονιαῖος

σταγονιαῖος
στᾰγον-ιαῖος, α, ον,
A in drops or grains, PMag.Par.1.215.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σταγονιαίος — α, ο / σταγονιαῑος, αία, ον, ΝΑ αυτός που παρέχεται κατά σταγόνες, σταγόνα σταγόνα («σταγονιαίες δόσεις φαρμάκων»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σταγών, όνος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. σταλαγμ ιαῖος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”